- καινοποιώ
- καινοποιῶ, -έω (Α) [καινοποιός]1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῑν δοκοίη», Λουκιαν.)3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντατα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.
Dictionary of Greek. 2013.